- αντσούγα
- κ. -για, ηη σαρδέλα, το χαψί.[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. acciuga (πρβλ. ιταλ. διαλεκτ. τ. anciova, ancioa, anciua). Κατά μία άποψη, ο ιταλ. όρος acciuga, θεωρούμενος ως ο πιο αντιπροσωπευτικός μεταξύ άλλων, ανάγεται στο λατ. *apya (αντί του aphya «το ψάρι αφύη»), που προέρχεται από το αρχ. ελλην. αφύη «σαρδέλα, αντσούγια». Κατ' άλλους, οι ιταλ. διαλεκτ. τύποι (όπως και ο ισπαν., πορτογ. anchova, anchoa) ανάγονται απευθείας στη βασκική λ. anchoa, anchua, που ταυτίζεται με το επίθ. antzua «ξηρός», οπότε η βασκική λ. θα σήμαινε αρχικά το «αποξηραμένο ψάρι»].
Dictionary of Greek. 2013.